Στην πορεία της ζωής του ο άνθρωπος βιώνει φυσιολογικές καταστάσεις μετάβασης από το ένα στάδιο στο άλλο, ή από τη μία ιδιότητα σε κάποια άλλη, ενώ καλείται να προσαρμοστεί σε πληθώρα μη οικείων καταστάσεων. Παρόμοια, η έναρξη της σχολικής ζωής με την πρώτη τάξη του δημοτικού αποτελεί μια νέα αρχή και μια φυσιολογική μετάβαση στην ανάπτυξη του παιδιού. Καθώς παιδί και οικογένεια εξελίσσονται αλληλένδετα, η αρχή των σχολικών καθηκόντων σηματοδοτεί μια νέα αφετηρία και για την οικογένεια του παιδιού.
Η αρχή της σχολικής χρονιάς συνοδεύεται από νέους στόχους, νέες προσδοκίες, αλλά και αντικρουόμενα συναισθήματα. Παιδιά και οι γονείς μπορεί να νιώθουν χαρά, αμηχανία, ανυπομονησία, αλλά και φόβο. Ακόμη και όταν η μετάβαση είναι ένα ευχάριστο γεγονός και τα νήπια αισθάνονται περηφάνια γιατί μεγάλωσαν, ταυτόχρονα μπορεί να νιώθουν άγχος και άλλα συναισθήματα που με βάση τις παρούσες δυνάμεις τους δυσκολεύονται να διαχειριστούν.
Συνεπώς, διακινείται μια ψυχολογική διαδικασία μετάβασης σε ένα νέο αναπτυξιακό στάδιο και ένας επαναπροσδιορισμός του εαυτού. Με τον ίδιο τρόπο φαίνεται να αλλάζει η ταυτότητα, η εικόνα και το συναίσθημα των γονέων που συνοδεύουν το παιδί δημοτικού, και από γονείς του νηπίου γίνονται οι γονείς του μαθητή δημοτικού. Άλλωστε, οι μεταβάσεις απαιτούν και αλλαγή του ρόλου που τα άτομα καλούνται να επιτελέσουν, όπως όταν μια γυναίκα γίνεται μητέρα, όταν το μοναχοπαίδι γίνεται αδερφός, όταν το παιδί νηπιαγωγείου γίνεται μαθητής δημοτικού. Η άσκηση του γονεϊκού ρόλου είναι μια απαιτητική δουλειά. Η οικογένεια είναι ένα κοινωνικό σύστημα, δυναμικό που αλλάζει με πολλούς τρόπους μέσα στο χρόνο. Το σύστημα αυτό δεν αποτελείται μόνο από τα μεμονωμένα πρόσωπα, αλλά μεταξύ των μελών υπάρχει συνεχής αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση. Κάθε αλλαγή που συμβαίνει σε ένα μέλος επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα και τα υπόλοιπα μέλη. Σύμφωνα με τον Erikson (1950) παιδί και οικογένεια εξελίσσονται παράλληλα, ανάλογα με το εξελικτικό στάδιο που διανύεται.
Στη σχολική ηλικία, το στάδιο της δομής και των ορίων, το παιδί μαθαίνει να συνεργάζεται να κάνει φιλίες και να αναλαμβάνει ευθύνες. Γίνεται η μετάβαση από το «Εγώ» στο «εμείς» και η ένταξη σε ομάδες. Το παιδί έχοντας αποκτήσει ως τώρα αυτονομία, αυτοεξυπηρέτηση και προσωπική πρωτοβουλία, επιδίδεται περισσότερο στην «ολοκλήρωση έργων» και «επίτευξη στόχων». Σχολική προσαρμογή ονομάζεται η επιτυχής ανταπόκριση των παιδιών στις ακαδημαϊκές, κοινωνικές, συναισθηματικές και συμπεριφορικές απαιτήσεις που θέτει το σχολείο. Θετική προσαρμογή έχουμε όταν το παιδί απολαμβάνει την παραμονή του στο σχολείο, μπορεί να αυτορρυθμίζεται, να βελτιώνει τις ικανότητες του, και να χρησιμοποιεί διαπροσωπικές δεξιότητες με τα άλλα παιδιά και ενήλικες. Οι προκλήσεις που ένας μαθητής αντιμετωπίζει στο δημοτικό είναι το πέρασμα από τον προφορικό στον γραπτό λόγο, η ικανότητα αποκωδικοποίησης του γραπτού κειμένου, η απαίτηση για αναμονή, η διάρκεια προσοχής, η μνήμη, η αυτορρύθμιση της συμπεριφοράς και του συναισθήματος.
Στην μεταβατική αυτή περίοδο της ζωής του, το παιδί μπορεί να νιώθει ότι είναι ή ότι δεν είναι σε θέση να χειριστεί επαρκώς τις απαιτήσεις. Λόγω αυτής της αξιολογούμενης ανεπάρκειας μπορεί να παρατηρούμε την τάση κάποιων μαθητών να κλαίνε, να έχουν άγχος, να αρνούνται τη συμμετοχή σε δραστηριότητες, να μην αλληλεπιδρούν με συνομηλίκους. Η αλήθεια είναι ότι οι δεξιότητες που απαιτούνται είναι πολλαπλές, όπως και οι αλλαγές που τα παιδιά αντιμετωπίζουν. Η αλλαγή στην ελεύθερη κίνηση στην τάξη, η εναλλαγή των εκπαιδευτικών, η μελέτη, η ανεξάρτητη εργασία, και η αξιολόγηση της σχολικής επίδοσης μπορεί να προκαλέσουν άγχος στους μαθητές. Οι παράγοντες που επηρεάζουν την ικανότητα προσαρμογής είναι η ιδιοσυγκρασία του παιδιού, οι προηγούμενες εμπειρίες αποχωρισμού, τυχόν αναπτυξιακά ελλείμματα, το κίνητρο επίτευξης, άλλες αλλαγές που ο μαθητής βιώνει (μετακόμιση, απώλεια, γέννηση αδερφού), το κλίμα στην οικογένεια, η υποδοχή από σχολείο, αλλά και ο συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων.
Το παιδί θα χρειαστεί χρόνο για να βρει την απαιτούμενη ισορροπία ανάμεσα σε όλες αυτές τις προκλήσεις. Οι γονείς έχουν την δυνατότητα να βοηθήσουν το παιδί τους να προσαρμοστεί υιοθετώντας μια στάση ενεργητικής ακρόασης και αποδοχής. Η ακρόαση των σκέψεων, των αποριών, και των συναισθημάτων του παιδιού φέρνει τους γονείς κοντά στο παιδί. Οι γονείς έχουν τη δυνατότητα να επικυρώσουν τα «δύσκολα» συναισθήματα, και να τα αποδεχθούν. Οι γονείς χρειάζεται να δείξουν αυτοσυμπόνια και προς τον εαυτό τους για τα συναισθήματα που νιώθουν, χωρίς να τον κατακρίνουν. Περαιτέρω, οι γονείς χρειάζεται να επενδύσουν στη σχέση με το παιδί, ακολουθώντας τις ψυχοσυναισθηματικές του ανάγκες για ασφαλείς δεσμούς με τους άλλους (ασφάλεια, σταθερότητα, στοργή), για ελεύθερη έκφραση συναισθημάτων, για αυθορμητισμό και παιχνίδι. Η μετάβαση αποτελεί μια ευκαιρία για οικειότητα και ανταλλαγή στην οικογένεια και οι γονείς μπορούν να είναι συνοδοιπόροι δίπλα στο παιδί τους.
Επιπλέον, οι ενήλικες μπορούν να υποστηρίξουν το παιδί να αξιοποιήσει τους δικούς του ψυχικούς «πόρους» και να αναπτύξει δεξιότητες αντιμετώπισης προβλημάτων. Μέσω του χώρου και του χρόνου για την προσωπική του προσπάθεια, δίνοντας το δικαίωμα για ματαίωση και επαναπροσπάθεια, διατηρώντας βέβαια τη δυνατότητα για αναζήτηση βοήθειας αν τη χρειαστεί. Με τον τρόπο αυτό εκφράζεται η εμπιστοσύνη ότι το παιδί θα τα καταφέρει στα δύσκολα και ενισχύεται η ψυχική ανθεκτικότητα του μαθητή, και το αίσθημα προσωπικής επάρκειας. Η οικογένεια δείχνει συμπόνια προς το παιδί «αγκαλιάζει» το άγχος, κάνοντας τη σκέψη ότι θα τα καταφέρει. Η καλή επαφή και επικοινωνία με τους εκπαιδευτικούς που θεωρούνται και οι ίδιοι σημαντικοί άλλοι είναι σημαντική. Οι γονείς μπορούν να είναι ανοιχτοί να χτίσουνε ένα κλίμα εμπιστοσύνης και επικοινωνίας με τον εκπαιδευτικό, και ενθαρρύνουνε και το παιδί να εμπιστευτεί την εκπαιδευτική διαδικασία. Προετοιμάζουνε εξηγώντας τη λειτουργία, τους κανόνες και τα οφέλη του σχολείου, και ενθαρρύνουν τη δημιουργία σχέσης με τον εκπαιδευτικό.
Τέλος, δεν πρέπει να παραβλεφθεί η δικτύωση με άλλες οικογένειες, με την κοινότητα, με την γειτονιά για την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών των παιδιών, και του αισθήματος του ανήκειν. Οι διαπροσωπικές σχέσεις με συνομηλίκους παρέχουν το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο τα παιδιά δοκιμάζουν, εξασκούν και βελτιώνουν τις κοινωνικές δεξιότητες, αλλά και αποτελούν πηγή στήριξης. Η φιλία αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την ψυχική υγεία των παιδιών. Ο χώρος για παιχνίδι, έκφραση, φίλους και δημιουργία θετικών συναισθημάτων κάνει τη μάθηση είναι περισσότερο εφικτή, καθώς όταν το παιδί νιώθει καλά μπορεί και να μάθει.
Η έναρξη του δημοτικού σχολείου αποτελεί μια «κρίση» που με την κατάλληλη ψυχοσυναισθηματική φροντίδα προς το παιδί, μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία πολύπλευρης ανάπτυξής του. Εστιάζουμε στις διαθέσιμες δυνάμεις και θετικές έννοιες, με θετική προοπτική για την εξέλιξη. Ας δώσουμε λοιπόν ένα θετικό πρόσημο στη νέα αρχή! Καλή σχολική χρονιά!
Μαρία Κουμπούλη – Ψυχολόγος Α.Π.Θ., Msc Συμβουλευτική στην Ειδική αγωγή, την Εκπαίδευση και την Υγεία, Εκπαιδευόμενη Αναλύτρια Ομάδος. Τμήμα Παιδιού και Εφήβου Ι.Ψ.Α